- πλοώδης
- πλοώδηςswimmingmasc/fem acc pl (attic epic doric)πλοώδηςswimmingmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πλοώδηςswimmingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλοώδης — ες, Α [πλόος / πλούς] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει 2. μτφ. ασταθής, χαλαρός («πλοώδης κληΐς» χαλαρός σύρτης πόρτας, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek